φεγγαροντυμένος

φεγγαροντυμένος
-η, -ο, Ν
μτφ. φεγγαρόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + ντυμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φεγγαροντυμένος — η, ο ο ντυμένος με το φως του φεγγαριού, αυτός που φωτίζεται λαμπρά από το φεγγάρι, ο φεγγαροστολισμένος: Φεγγαροντυμένα ξανθά μαλλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγαροστολισμένος — η, ο, Ν μτφ. φεγγαροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + στολισμένος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”